ἐσάπαξ

ἐσάπαξ
εἰσάπαξ
at once
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επικεφαλαιώ — ἐπικεφαλαιῶ, όω (Α) [επικεφάλαιος] 1. προσθέτω, επαυξάνω 2. παθ. συγκεντρώνω σ’ ένα κεφάλαιο («ἐπικεφαλαιωθέντα πάντα έσάπαξ άπαιτεῑσθαι», Δίων Κάσσ.) 3. μέσ. ἐπικεφαλαιοῦμαι, όομαι αναφέρω περιληπτικά, συγκεφαλαιώνω («τῶν μέντοι γε Ἀράτῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”